Άλλη μία βιβλιοκριτική για την Τρεμπλίνκα από την Άννα-Μαρία Δρουμπούκη
(Η κ. Δρουμπούκη είναι ιστορικός, διδάκτορας νεότερης και σύγχρονης ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.)
Μπορείτε να τη διαβάσετε
εδώ.

Στα σφαγεία του Σινσιννάτι. Λιθογραφία του 1873 που, σε τέσσερις εικόνες, αναπαριστά τη σφαγή, τον τεμαχισμό, το γδάρσιμο και το αλάτισμα των χοίρων.
Charles Patterson, Αιώνια Τρεμπλίνκα. Η συμπεριφορά μας απέναντι στα ζώα και το Ολοκαύτωμα, μετάφραση από τα αγγλικά: Κώστας Αλεξίου, Πράσινο Ινστιτούτο, 2014, 312 σελ.
Ο κύριος και κάτοχος της φύσης, άνθρωπος, επιβλήθηκε στα ζώα – ο φόνος των οποίων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως τροφή, σύμφωνα με μια ισχυρή κριτική ανατρέπει τις ιδεολογίες του ανθρωπισμού. Ο Τσαρλς Πάττερσον, σε ένα βιβλίο αναφοράς, που κυκλοφορεί και στα ελληνικά, ισχυρίζεται ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά απέναντι στα ζώα ήταν προάγγελος του Ολοκαυτώματος. Αναδημοσίευση από το Books' Journal 54, Απρίλιος 2015 [ΤΒJ]
Μερικά αποσπάσματα:
Το Άουσβιτς ως νομοτέλεια
Οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές ρατσιστικές θεωρίες αποκρυσταλλώθηκαν στη χρήση ρητορικών σχημάτων με ζώα. Όλοι έχουμε υποπέσει στο λάθος να παρομοιάσουμε ανθρώπους με κάποιο ζώο. Με παρόμοιο τρόπο διασύρθηκαν οι αμερικανοί ιθαγενείς από τους ευρωπαίους εξερευνητές και αποικιοκράτες. Αυτό στάθηκε η απαρχή μεγάλων γενοκτονιών. Ο ιστορικός Ντέιβιντ Στάναρντ γράφει ότι η ευρωπαϊκή θρησκευτική και πολιτισμική νοοτροπία που προκάλεσε τη γενοκτονία των ιθαγενών λαών της Αμερικής ήταν η ίδια νοοτροπία που παρήγαγε το Ολοκαύτωμα. [...] Ο Πάττερσον προσφέρει στους αναγνώστες μια πολύ χρήσιμη επισκόπηση των χλευαστικών όρων και χαρακτηρισμών που αξιοποιήθηκαν κατά κόρον και στον Β’ Παγκόσμιο, με επίκεντρο τις αγριότητες των Ιαπώνων κατά των Κινέζων τη δεκαετία του 1930.[...]
Φυσικά, σε αυτή την ανάλυση δεν θα μπορούσε να λείψει η πρακτική της μείωσης των Εβραίων μέσω της παρομοίωσής τους με ζώα, ήδη από την πρώιμη χριστιανική ιστορία. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έχει γράψει ότι η συναγωγή είναι «φωλιά θηρίων», ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αποκάλεσε τον εβραϊκό λαό «φυλή από οχιές», ο Μαρτίνος Λούθηρος αποκήρυξε τους Εβραίους ως «γουρούνια» και «λυσσασμένα σκυλιά» όταν δεν μπόρεσε να τους μεταστρέψει στο δικό του δόγμα, ενώ είχε καταστήσει σαφές ότι «η τελική λύση στο εβραϊκό πρόβλημα είναι ο θάνατος». Σε αυτή την αέναη εξύβριση του Εβραίου ως Άλλου, ως ανθρώπου με τερατώδη και ζωώδη χαρακτηριστικά, συνέβαλε και ο Χέγκελ, που υποστήριξε ότι δεν μπορούσαν ποτέ οι Εβραίοι να ενσωματωθούν στη γερμανική κουλτούρα επειδή ο υλισμός και η απληστία τούς παρακινούσαν να ακολουθήσουν μια «ζωώδη ύπαρξη».
Η ανάλυση καταλήγει, προφανώς, στη ναζιστική Γερμανία. Ο Χίτλερ στο λιβελογράφημά του, Ο Αγών μου, έγραφε για τους Εβραίους-φορείς μικροβίων που μολύνουν την τέχνη και τον πολιτισμό, για τους «αρουραίους» ή ενίοτε τις «αράχνες που ρουφάνε αργά το αίμα του λαού». Η χρήση ζωικών επιθέτων υποβίβαζε τα θύματα, τα απανθρωποποιούσε, με αποτέλεσμα οι μαζικές δολοφονίες να νομιμοποιούνται ως προς τον ηθικό τους αντίκτυπο και να φαντάζουν λιγότερο τρομερές για τους δολοφόνους. Τα θύματα ήταν υποτιμημένα, ο γερμανικός λαός πείστηκε ότι η καταστροφή των Εβραίων ήταν απαραίτητη.
Σφαγεία
Στο επόμενο κεφάλαιο, ο Πάττερσον αναφέρεται στα βιομηχανικά σφαγεία του 19ου αιώνα στην Αμερική, σε πόλεις όπως το Σινσιννάτι και το Σικάγο. Το Σινσιννάτι ήταν το κέντρο της ακμάζουσας τοπικής αγοράς χοιρινού, και μέχρι το 1847 διέθετε 40 σφαγεία. Ο σκληρός τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζονταν οι Αμερικανοί τα οικόσιτα ζώα έκανε τότε μεγάλη εντύπωση στους νεοφερμένους ευρωπαίους μετανάστες. Η αμερικανική κρεατοβιομηχανία λειτουργούσε τον 19ο αιώνα με αρχαϊκούς και προνεωτερικούς ρυθμούς και τρόπους. Στο Σινσιννάτι, οι εργάτες που συσκεύαζαν τα γουρούνια, στην κυριολεξία, πατούσαν πάνω στις πλάτες τους, χτυπώντας το καθένα θανάσιμα στο κεφάλι με ένα σφυρί. Στην πρωτεύουσα της σφαγής τον 19ο αιώνα, το Σικάγο, τα λεγόμενα Κονσερβάδικα, αχανείς εκτάσεις που αποτελούσαν την πρώτη βιομηχανία μαζικής παραγωγής κρέατος, οι συνθήκες σφαγής των ζώων παρέμεναν άγνωστες ώσπου ένας σοσιαλιστής κοινωνικός κριτικός, μυθιστοριογράφος, πολιτικός συγγραφέας και δημοσιογράφος, ο Άπτον Σίνκλερ, «τρύπωσε» στα Κονσερβάδικα για εφτά βδομάδες και κατέγραψε λεπτομερώς ό,τι έβλεπε. Αργότερα, το 1943, κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ.
Οι εμπειρίες του Άπτον Σίνκλερ έχουν καταγραφεί στο βιβλίο του, Ζούγκλα. Εκεί, η φρίκη των σφαγείων, οι βάρβαρες συνθήκες εργασίας, η φτώχεια που φτάνει στα όρια της εξαθλίωσης, οι αρρώστιες, η διαφθορά, η απελπισία, αποκαλύπτονται μέσα από τα μάτια του Γιούργκις Ρούντκους, ενός νεαρού λιθουανού μετανάστη, που ήρθε στον Νέο Κόσμο με την αρραβωνιαστικιά του και την οικογένειά της για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Η Ζούγκλα εκδόθηκε το 1906, ξεσήκωσε την κατακραυγή του κοινού και ανάγκασε την κυβέρνηση να διατάξει έρευνες, που οδήγησαν στο νόμο περί καθαρής τροφής. Καθιέρωσε επίσης τον νεαρό τότε συγγραφέα ως σταυροφόρο των δικαιωμάτων των εργαζομένων και ως έναν από τους καλύτερους παγκοσμίως ομιλητές υπέρ της ισότητας και της ανθρωπιάς. Ο Ρούντκους ζητάει δουλειά στα Κονσερβάδικα, και οι σκηνές που αντικρίζει τον αφήνουν άφωνο:
Καθώς κάθε γουρούνι δένεται και κρεμιέται ανάποδα, ο αθροιστικός ήχος των στριγκλιών τους γίνεται τόσο δυνατός, που δημιουργεί μια συγκλονιστική οχλοβοή. Οξείες και βαθιές κραυγές, γρυλίσματα και θρήνοι αγωνίας. Μετά ερχόταν στιγμιαία γαλήνη και αμέσως ένα νέο ξέσπασμα, πιο δυνατό από ποτέ, θα έφτανε μεμιάς σ’ ένα εκκωφαντικό αποκορύφωμα. […] Ακόμα και ο πιο πεζός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να μη σκεφτεί τα γουρούνια˙ ήταν τόσο αθώα και έρχονταν μέχρι εδώ με τόση εμπιστοσύνη˙ και οι διαμαρτυρίες τους ήταν τόσο ανθρώπινες – και πόσο πολύ είχαν το δίκιο με το μέρος τους!
Στα Κονσερβάδικα οι εργάτες κλωτσούσαν και χτυπούσαν τα μοσχάρια, οι «χασάπηδες» και οι «γδάρτες» τα πετσόκοβαν. Ακόμα και τα απομεινάρια των ζώων δεν έμεναν ανεκμετάλλευτα: δεν σπαταλιόταν κανένα κομμάτι οργανικής ύλης, καθώς τα κεφάλια και τα πόδια θα αποτελούσαν υλικό κόλλας και τα κόκαλα λίπασμα. Το άγριο, αχανές σύμπαν των Κονσερβάδικων άλλαξε τον τρόπο της σκέψης και της ζωής του Ρούντκους στη Ζούγκλα, που πλέον έβλεπε τη βιομηχανία κρέατος σαν τη «μετενσάρκωση της τυφλής και αναίσθητης Απληστίας» και ως την «υλική υπόσταση του καπιταλισμού».
Ο Πάττερσον κάνει μνεία και ενός άλλου βιβλίου, DeadMeat, της πολιτικοποιημένης καλλιτέχνιδος Sue Coe, η οποία επισκέπτεται αμερικανικά σφαγεία σχεδόν έναν αιώνα μετά τον Σίνκλερ και αποτυπώνει την εμπειρία της στο χαρτί, όχι μόνο μέσω της γραπτής μαρτυρίας της αλλά και με ζωγραφιές. Παρ’ ότι πλέον οι σύγχρονες κρεατοβιομηχανίες χρησιμοποιούν νέες μεθόδους θανάτωσης, η Coe διαπίστωσε ότι στην ουσία τίποτα δεν είχε αλλάξει απ’ την εποχή του Σίνκλερ. [...]
Το κεφάλαιο κλείνει με μια εκτενή αναφορά στα έργα και τις ημέρες του Χένρυ Φορντ, του γνωστού κατασκευαστή αυτοκινήτων, ο οποίος στην αυτοβιογραφία του γράφει ότι η έμπνευσή του για τη γραμμή συναρμολόγησης προήλθε από μια επίσκεψη που έκανε νέος σε ένα σφαγείο στο Σικάγο. Ο Φορντ είχε εντυπωσιαστεί από την αποτελεσματικότητα της μεθόδου σφαγής των ζώων. Αργότερα, είναι γνωστό, ο Χίτλερ έπλεξε το εγκώμιο του Φορντ, τον θεωρούσε σύντροφο εν όπλοις και στο γραφείο του στο Μόναχο είχε ένα τεράστιο πορτρέτο του. Ο Φορντ δημοσίευσε τέσσερα αντισημιτικά φυλλάδια και ένα βιβλίο με τίτλο Ο διεθνής Εβραίος, που μάλιστα έγινε μπεστ σέλερ.
Όλα λοιπόν συνδέονται με έναν τρόπο και, όπως κατέδειξε αργότερα ο 20ός αιώνας, οι μαζικές δολοφονίες στα πρότυπα της γραμμής συναρμολόγησης που διεξήγαγε η ναζιστική Γερμανία απείχαν μόνο ένα βήμα από τις βιομηχανοποιημένες εκτελέσεις που συνέβαιναν στα αμερικανικά σφαγεία. Η πανάρχαια αιτιακή αλυσίδα, που έχει ήδη περιγραφεί από τον Πάττερσον, εκκινεί από τα σφαγεία για να οδηγήσει στο φορντικό εργοστάσιο και από εκεί στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το σχήμα αυτό δεν είναι καθόλου άγνωστο, τουλάχιστον σε όσους έχουν μελετήσει το έργο του γνωστού ιστορικού Έντσο Τραβέρσο, Οι ρίζες της ναζιστικής βίας, ο οποίος επίσης αναφέρεται στα σφαγεία και στον σειριοποιημένο τρόπο παραγωγής του φορντικού εργοστασίου, που αποτέλεσαν ιδεατά πρότυπα για τη ναζιστική Γερμανία.
Οι «μονάδες αγωνιώδους θανάτωσης», τα σφαγεία, έχουν δομικές ομοιότητες με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ οι μέθοδοι εξημέρωσης και αναπαραγωγής των ζώων (υποχρεωτική στείρωση, θανατώσεις με ευθανασία) οδήγησαν γραμμικά στα ναζιστικά ευγονικά μέτρα, έχοντας προσφέρει την αναγκαία τεχνογνωσία. Το ίδιο το γεγονός ότι οι ναζί, πριν σκοτώσουν τα θύματά τους, τα μεταχειρίζονταν σαν ζώα, συντείνει στο συμπέρασμα ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας μας ως κυρίαρχου είδους χρησιμοποιήσαμε την καταπίεση των ζώων ως πρότυπο και θεμέλιο για την καταπίεση του ενός ανθρώπου απ’ τον άλλο.
Ο Τέοντορ Αντόρνο παρατηρούσε ότι «το Άουσβιτς ξεκινάει κάθε φορά που κάποιος βλέπει ένα σφαγείο και σκέφτεται: είναι απλώς ζώα».
Ο μύθος της ζωοφιλίας των ναζί
Τα τελευταία τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου είναι, κατά τη γνώμη μου, τα πιο ενδιαφέροντα, γιατί επικεντρώνονται σε μικροϊστορίες ανθρώπων που έζησαν το ναζισμό, είτε απ’ την πλευρά του θύτη είτε ως θύματα. Ο διοικητής του Άουσβιτς, Ρούντολφ Ες, αποκαλούσε το στρατόπεδο «το μεγαλύτερο ανθρώπινο σφαγείο που είδε ποτέ η ανθρωπότητα» – μάλιστα ήταν ο ίδιος ιδιοκτήτης σφαγείου και χασάπικου, στοιχείο που προσδίδει μια δραματική ειρωνεία στη βιογραφία του. Στο κεφάλαιο «Δίχως ένα δάκρυ ως φόρο τιμής», ο Πάττερσον αποδομεί το μύθο περί ζωοφιλίας των Γερμανών. Στην πραγματικότητα, οι Γερμανοί δεν συμπαθούσαν όλα τα σκυλιά, αλλά μόνο τα δικά τους, τα «γερμανικά». Τα σκυλιά που είχαν εβραίους ιδιοκτήτες τα σκότωναν, για τον ίδιο λόγο άλλωστε σκότωναν σκυλιά ακόμα και στο Γκέτο της Βαρσοβίας. Το 1942 τέθηκε σε ισχύ το «Διάταγμα Απαγόρευσης Κατοχής Κατοικιδίων από Εβραίους», που ανάγκασε τον γνωστό ημερολογιογράφο Βίκτορ Κλέμπερερ και τη γυναίκα του να τερματίσουν τη ζωή του αγαπημένου τους γάτου, που ήταν πάντοτε στήριγμα γι’ αυτούς.
Πολλά μέλη των Einsatzgruppen περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους σκοτώνοντας ζώα σε παράνομο κυνήγι, ενώ και η υποτιθέμενη χορτοφαγία του Χίτλερ αποτελεί στοιχείο της προσωπικής του μυθολογίας, που προσπάθησε να πλάσει ο προπαγανδιστής Γκαίμπελς. Ο υποτιθέμενος ασκητισμός του «Φύρερ», σύμφωνα με τον οποίο δεν κάπνιζε, δεν έπινε, δεν έτρωγε κρέας και δεν σχετιζόταν με γυναίκες, είναι μυθοποιητικές προσπάθειες του Γκαίμπελς να αναδείξει την ολοκληρωτική αφοσίωση, τον αυτοέλεγχο και την εγκράτεια που, υποτίθεται, έκαναν την προσωπικότητα του Χίτλερ να ξεχωρίζει.
Ωστόσο, ο Χίτλερ απλώς έπασχε από δυσπεψία και οξείς στομαχόπονους, μετεωρισμό (είχε τυμπανισμό στο στομάχι) και ανεξέλεγκτη εφίδρωση, γι’ αυτό και πρόσεχε τη διατροφή του. Δεν υπήρχαν κάποιες άλλες, υποτίθεται βαθιά υψηλές αιτίες. Σύμφωνα με τους βιογράφους του, λέρωνε τα εσώρουχά του, και επειδή φοβόταν μην πάθει καρκίνο, όπως η μητέρα του, φρόντιζε κατά καιρούς να καταναλώνει λαχανικά. Αυτά όλα μπορεί να φαίνονται γλαφυρές και υπερβολικές λεπτομέρειες, όμως ο «Φύρερ», εκτός των βαθιά ψυχολογικών του προβλημάτων, έπασχε από πολλαπλές διαταραχές, ειδικά στο πεπτικό σύστημα, και ντρεπόταν μήπως εκδηλωθούν αυτά τα φαινόμενα στις δημόσιες ομιλίες του, που τόσο καλά προετοίμαζε για ώρες μπροστά στον καθρέφτη του. Παρά ταύτα, ο Χίτλερ δεν απαρνήθηκε ποτέ τα αγαπημένα του πιάτα κρεατικών, ειδικά τα λουκάνικα Βαυαρίας, ήταν παροιμιώδης γλυκατζής, ενώ όταν πήρε την εξουσία το 1933 έθεσε εκτός νόμου όλες τις χορτοφαγικές ενώσεις της χώρας συλλαμβάνοντας τους επικεφαλής τους, ενώ έκλεισε και το μεγαλύτερο περιοδικό με θέμα τη χορτοφαγία, που εκδιδόταν στη Φραγκφούρτη. Όσο για τη φήμη ότι ήταν φιλόζωος, το ότι είχε κυνηγόσκυλα στο καταφύγιό του και το ότι αγαπούσε ιδιαίτερα την «Μπλόντι», έναν γερμανικό ποιμενικό που είχε μαζί του και στο καταφύγιό του πριν αυτοκτονήσει, δεν σημαίνει ότι γενικότερα μεταχειριζόταν καλά τα ζώα. Το 1926 είχε χτυπήσει το σκύλο του βάναυσα, μαστιγώνοντάς τον, παρουσία της Μίμι Ράιτερ, ερωμένης του για πολλά χρόνια, ενώ άλλες μαρτυρίες κάνουν λόγο για εξαιρετική βαναυσότητα του Χίτλερ προς τα ζώα, με βασικό κίνητρο την επίδειξη υποτίθεται αρρενωπότητας, αρχηγικών προσόντων και δύναμης.
Η ναζιστική Γερμανία, κατόπιν όλων αυτών, απαγόρευσε όλες τις χορτοφαγικές ενώσεις στα εδάφη που είχε καταλάβει, και οι διώξεις ανάγκασαν τους χορτοφάγους να φύγουν απ’ τη χώρα ή να δραστηριοποιούνται κρυφά. Εμβληματικό παράδειγμα του γερμανικού ειρηνιστικού και χορτοφαγικού κινήματος ήταν ο EdgarKupfer-Koberwitz, που συνελήφθη απ’ την Γκεστάπο για να καταλήξει στο Ντάχαου, όπου παρέμεινε πέντε χρόνια. Εν τούτοις, γενικώς, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι διοικητές και οι ανώτεροι αξιωματούχοι, δεν παραπονούνταν ποτέ για κακή διατροφή. Ο Πάττερσον, πάντοτε λαμβάνοντας υπ’ όψη τη μεγάλη βιβλιογραφία γύρω απ’ το θέμα των στρατοπέδων, και κρίνοντας από τα ημερολόγια των εκτελεστών των στρατοπέδων, τονίζει ότι στα στρατόπεδα οι τροφές με βάση το κρέας ήταν απ’ τις μεγαλύτερες απολαύσεις των διοικητών. Σε πολλά γράμματα προς τις οικογένειές τους γράφουν ότι πρέπει να τρώνε καλά και να πίνουν εξαιτίας της φύσης της δουλειάς τους.
Προσωπικές βιογραφίες: οι φωνές των επιζώντωνΤι γίνεται όμως με εκείνους που επιστρέφουν απ’ τα στρατόπεδα και με τα παιδιά των επιζώντων; Ο καθηγητής ψυχιατρικής Leo Eitingerείχε συμπεράνει ότι οι πρώην κρατούμενοι των στρατοπέδων διακατέχονται από μεγαλύτερη ευαισθησία και ενσυναισθητική ικανότητα, σε σχέση με τα άλλα πλάσματα αυτού του κόσμου. Και αυτό είναι αλήθεια, πολλοί επιζώντες ακολούθησαν καριέρες σε επαγγέλματα που προσφέρουν βοήθεια στον συνάνθρωπο – γιατροί, ψυχοθεραπευτές, δάσκαλοι κ.ά. Κυρίως, όμως, πολλοί πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους σε μεγάλες φιλοζωικές οργανώσεις στον κόσμο – αυτούς αναφέρει ονομαστικά ο Πάττερσον. Δεν θα αναφερθώ αναλυτικά στην προσφορά τους, καθώς η αφήγηση είναι μεγάλη και αποτελείται από ψηφίδες ανιδιοτέλειας, αυτοθυσίας, ακτιβιστικής δράσης ανθρώπων που γνώρισαν οι ίδιοι τη φρίκη των στρατοπέδων πριν αποκτήσουν βαθιά συμπόνια για όλες τις μορφές ζωής του πλανήτη. Η στρατοπεδική εμπειρία ήταν καθοριστικά διαμορφωτική γι’ αυτούς, έτσι απέκτησαν μια έμφυτη ανάγκη να σώσουν ζωές. Ακολούθησαν τη διδαχή του Ταλμούδ («Όποιος σώζει μια ζωή, σώζει τον κόσμο όλο») και πολλοί εξ αυτών τόνισαν στον συγγραφέα ότι αισθάνονται πως, κατά κάποιον τρόπο, διορθώνουν το κακό που έκαναν κάποτε οι ναζί στον λαό τους.
Ο Άλεξ Χέρσαφτ, κρυμμένο παιδί στην αγροτική Πολωνία, έχασε τον πατέρα του απ’ τους ναζί και έζησε στο γκέτο της Βαρσοβίας. Οι τραυματικές του εμπειρίες τον οδήγησαν στη χορτοφαγία και στην ανάληψη ενεργού ρόλου ως ηγετικού στελέχους του αμερικανικού κινήματος για τα ζώα. Ο ίδιος δήλωσε: «Ξέρω από πρώτο χέρι πώς είναι να σε μεταχειρίζονται σαν αντικείμενο. Σύντομα ανακάλυψα ότι τα πιο καταπιεσμένα πλάσματα στον πλανήτη είναι τα μη ανθρώπινα ζώα». Η Μπάρμπαρα Στάγκνο έχασε σε μικρή ηλικία τους παππούδες της απ’ τους ναζί – εξολοθρεύτηκαν στην Τρεμπλίνκα, στρατόπεδο εξόντωσης στα πολωνικά εδάφη. Η ίδια πιστεύει ότι όσο πιο πολύ αναμειγνύεται κάποιος στον αγώνα υπέρ των ζώων, τόσο πιο απόμακρος νιώθει απ’ την κοινωνία. Η γνωριμία της με φιλόζωους συνανθρώπους της την έκανε να αναθαρρήσει για την ύπαρξη ανθρώπινης καλοσύνης, αίσθηση που είχε απολέσει ολοκληρωτικά μετά την εμπειρία του Ολοκαυτώματος.
Ο Έρικ Μάρκους έχασε τον παππού του στο Άουσβιτς από δυσεντερία. Αισθάνεται ότι οι εβραϊκές του πεποιθήσεις βρίσκονται σε αρμονία με τα χορτοφαγικά του ιδεώδη. Έγινε ο ιδρυτής του Vegan.com, μιας απ’ τις πιο δημοφιλείς χορτοφαγικές σελίδες στο Ίντερνετ, ενώ το βιβλίο του για την αυστηρή χορτοφαγία (Vegan: The New Ethics of Eating) έχει πουλήσει περισσότερα από 25.000 αντίτυπα. Τι ρόλο έπαιξε το παρελθόν της οικογένειάς του στην επιλογή αυτού του τρόπου ζωής; «Στην ηλικία των 5 ετών έμαθα για τη μεθοδευμένη σφαγή που διέπραξαν οι ναζί. Αναμφίβολα, αυτό με ευαισθητοποίησε και με έκανε να αναλάβω άμεσα δράση, όταν στα 19 μου είδα σκηνές από το εσωτερικό ενός σφαγείου».
[...]
Η Αιώνια Τρεμπλίνκα είναι ένα βιβλίο δύσκολο, δυσάρεστο, αλλά με ένα μήνυμα ελπίδας στο τέλος. Όσο κι αν η πορεία του είδους μας συνδέεται με την αέναη καταπίεση και την εκμετάλλευση των άλλων ειδών, η πραγματική ηθική δοκιμασία της ανθρωπότητας κρίνεται όταν ο ένας, η εξαίρεση στον κανόνα, αναπτύξει δράση εναντίον αυτής της μακράς πορείας απανθρωποποίησης.Ίσως μέσα από ένα βιβλίο σαν αυτό κατορθώσουμε να ανατρέψουμε τη μεγαλύτερη αποτυχία μας ως είδος, μέσω της αληθινής καλοσύνης.