Πλουτάρχου, Περί Σαρκοφαγίας http://www.terrapapers.com/?p=4621 “Ο λόγος μάς αναγκάζει με φρέσκο μυαλό και καινούργιο ζήλο να ασχοληθούμε με το μπαγιατεμένο θέμα της σαρκοφαγίας. Είναι δύσκολο βέβαια, όπως είπε ο Κάτων, να μιλάει κάποιος σε κοιλιές που δεν διαθέτουν αυτιά.” Με αυτόν τον τρόπο ξεκινάει ο Πλούταρχος το δεύτερο από τα δύο έργα του με τον κοινό τίτλο Περί Σαρκοφαγίας, δύο λόγους πάνω στο ίδιο θέμα που απευθύνονται στον ακροατή με δύο μέρες διαφορά.
Ήδη από την αρχαιότητα, διαπιστώνουμε ένα φιλοσοφικό προβληματισμό και αρκετές επιστημονικές μελέτες για το ποια είναι η φύση των ζώων και ποια είναι η σχέση τους με τους ανθρώπους με αποκορύφωμα τις αναφορές φανερές ή συγκεκαλυμμένες σχετικά με την αποχή από την κρεοφαγία είτε σε σχέση με την υγιεινή διατροφή είτε στα πλαίσια ενός απλού και απέριττου βίου. Στον αντίποδα αυτής της άποψης υπήρχαν και φωνές, όπως αυτές των Στωικών φιλοσόφων που θεωρούσαν ότι τα ζώα είναι κατώτερα από τη φύση τους χωρίς νου και αισθήματα, δεν αισθάνονται πόνο και έτσι οι άνθρωποι έχουν κάθε δικαίωμα να τα εκμεταλλεύονται και να τα δολοφονούν.
Έχουν χυθεί τόνοι μελανιού από τότε μέχρι ακόμα και σήμερα σχετικά με θέματα που αφορούν ζητήματα όπως κατά πόσο τα ζώα έχουν λογική, για το αν οι άνθρωποι μπορούν να διατηρήσουν μία ισότιμη σχέση μεταξύ τους, για το αν είναι ικανά να νιώσουν την ευχαρίστηση ή τον πόνο και κατά πόσο οι πράξεις των ανθρώπων απέναντί τους έχουν μία ηθική διάσταση. Με λίγα λόγια δικαιολογείται ο άνθρωπος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να καταναλώνει κρέας ή μήπως η ακρεοφαγία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας τρόπος ζωής που κάποιοι τον υιοθετούν και άλλοι όχι; Έχουμε αναφέρει και στο παρελθόν σε άλλα άρθρα μας τι είναι ο “άνθρωπος” που καταναλώνει τροφές αίματος και αν θυμάστε οι αρχαίες πηγές που αναφέρονται σε Πνευματικούς Ανθρώπους δίνουν πάρα πολύ εύστοχα επιχειρήματα για το θέμα.
Με εξαίρεση ίσως το έργο του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πορφυρίου, Περί αποχής εμψύχων, και το Περί Ευσεβείας του Θεόφραστου κανείς άλλος συγγραφέας της αρχαιότητας εκτός από τον Πλούταρχο δεν έχει γράψει τόσο περιεκτικά και τόσο ένθερμα για την ανάγκη αποχής από την κατανάλωση κρέατος βασιζόμενος σε αισθητικούς, πνευματικούς, ηθικούς λόγους, αλλά και λόγους υγιεινής. Το έργο του Περί κρεοφαγίας μαζί με αυτό του Πορφυρίου, ο οποίος φαίνεται να χρησιμοποιεί αρκετά το κείμενο του Πλουτάρχου, αποτελούν την πιο ολοκληρωμένη και εκτενή πρόταση υπέρ της αναίμακτης διατροφής από την αρχαιότητα.
Πριν προχωρήσουμε στην παράθεση αποσπασμάτων από το Περί Κρεοφαγίας, ας δούμε μερικές απόψεις του συγγραφέα για τα ζώα που βρίσκονται σε άλλα έργα του. Στο Βίο του Μάρκου Κάτωνα, για παράδειγμα ο Πλούταρχος σημειώνει ότι ο δίκαιος άνθρωπος θα συμπεριφερθεί με καλοσύνη σε όλα τα στάδια ζωής ενός ζώου. Η ίδια συμπεριφορά αντικατοπτρίζεται και στο έργο του
Περὶ τῆς εἰς τὰ ἔκγονα φιλοστοργίας όπου περιγράφει ότι τα ζώα δεν υπερβάλλουν τόσο στις υποθέσεις τους όσο ο άνθρωπος. Ομοίως, στο Ὑγιεινὰ παραγγέλματα αγγίζει το θέμα γιατί μία διατροφή χωρίς την κατανάλωση κρέατος είναι περισσότερο υγιεινή. Εκτός από το Περί Κρεοφαγίας, ο Πλούταρχος ασχολείται με το θέμα των ζώων σε δύο ακόμα μελέτες που συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή Ηθικά: η μεγαλύτερη σε έκταση είναι η Πότερα τῶν ζῷων φρονιμώτερα τὰ χερσαῖα ἣ τὰ ἔνυδρα, όπου εξετάζει το θέμα ποια ζώα είναι πιο έξυπνα, τα θαλάσσια ή τα υπέργεια.
Το δεύτερο έργο είναι ένας μικρό χιουμοριστικός διάλογος με τίτλο Περὶ τοῦ τὰ ἄλογα λόγῳ χρῆσθαι στον οποίο παρουσιάζεται ο Οδυσσέας στο νησί της Κίρκης με σκοπό να την μεταπείσει για να ξαναμεταμορφώσει σε ανθρώπους τους συντρόφους του. Εκεί, ένας από αυτούς αρνείται την προσφορά εξηγώντας ότι οι ζωές των ζώων είναι ελεύθερες από τις έγνοιες που έχουν οι άνθρωποι. Και στα τρία αυτά έργα κυριαρχούν δύο ιδέες: η ψυχολογία των ζώων και αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα “φιλοσοφική χορτοφαγία,” δηλαδή η άποψη ότι η επιλογή μη κατανάλωση κρέατος έχει και λογικές και ηθικές βάσεις.
Και για να προλάβω όσους τυχόν σχολιάσουν και να αμφισβητήσουν ότι ο Πλούταρχος δεν ακολούθησε έως το τέλος της ζωής του την αποχή από το κρέας και ότι απλά ήταν μία “μόδα”—αγγλιστί lifestyle—που υιοθέτησε κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών συγγραφής των κειμένων του, να τους θυμίσω ότι για τη συλλογή Ηθικά, στην οποία ανήκει και το συγκεκριμένο έργο δεν έχει προταθεί μία ασφαλής χρονολογική κατάταξη των έργων που περιλαμβάνει. Είναι απίστευτο πως ακόμα και σήμερα μελέτες που δημοσιεύονται ασκούν κριτική στη στάση αυτή του Πλουτάρχου και λίγο ή πολύ θεωρούν πως είχε εμμονές.
Αλλά ακόμα όμως και αν όντως στο τέλος του βίου του άλλαξε τη στάση του—πράγμα που είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί—σκοπός είναι να επικεντρωθείς σε πράξεις δικές σου και όχι των άλλων βρίσκοντας παρηγορητικές δικαιολογίες για τον εαυτό σου. Στην ίδια παγίδα έχουν πέσει κατά καιρούς και φιλόλογοι ή ιστορικοί οι οποίοι αντί να εστιάσουν στα επιχειρήματα και στους τρόπους που Πλούταρχος υποστηρίζει τις θέσεις του προτιμούν να επιδίδονται σε ένα κυνήγι των πηγών ή των φιλοσοφικών ρευμάτων που τον επηρέασαν.
Επιπλέον, η αδυναμία των μελετητών να ξεπεράσουν τις προσωπικές τους θέσεις για το θέμα τούς οδήγησαν σε διαστρεβλωμένα συμπεράσματα που μειώνουν την αξία των συγκεκριμένων έργων του συγγραφέα, φθάνοντας να υποστηρίξουν, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ότι αυτά δεν ήταν επίσημα έργα του Πλουτάρχου, αλλά συγγραφικές ασκήσεις ή ακόμα και ότι τα έγραψαν οι μαθητές του.
Πέρα από αυτές τις προκατειλημμένες θέσεις, το πιθανότερο είναι ότι ο Πλούταρχος να βασίστηκε στη φιλοσοφική σχολή των Πυθαγορείων που στις μέρες του ήταν αρκετά διαδεδομένη, καθώς και στον Ορφισμό εφόσον και τα δύο παροτρύνουν αποχή από το κρέας. Αν όμως διαβάσει κάποιος προσεκτικά το κείμενο θα διαπιστώσει ότι οι επιρροές αυτές παίζουν δευτερεύοντα ρόλο. Γράφει για παράδειγμα στο Πότερα τῶν ζῷων φρονιμώτερα τὰ χερσαῖα ἣ τὰ ἔνυδρα ότι η αποχή από το κρέας και η κατανάλωση καρπών και λαχανικών είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος πάνω στη Γη.
Αργότερα, αυτού του είδους η διατροφή ξεχάστηκε μέχρι που την επανέφερε ο Πυθαγόρας. (946Ε). Επιπλέον, ήδη από την πρώτη παράγραφο του έργου φαίνεται να μην ενδιαφέρει και τόσο τον Πλούταρχο ποιος ήταν ο λόγος που ο Πυθαγόρας δεν έτρωγε κρέας, όσο ότι είναι πιο σημαντικό να αναρωτηθεί κάποιος τι ήταν αυτό που παρακίνησε τον πρώτο άνθρωπο να το εντάξει στη διατροφή του.
“Εσύ ρωτάς για ποιο λόγο ο Πυθαγόρας απέφευγε να τρώει κρέας, εγώ, αντίθετα, απορώ τι έπαθε και τι ένιωθε ο πρώτος άνθρωπος και ακούμπησε το στόμα του σε αίμα σκοτωμένου πλάσματος, πλησίασε τα χείλη του σε σάρκα πεθαμένου ζώου και, παραθέτοντας σε τραπέζι μπαγιατεμένα πτώματα, ονόμασε λιχουδιές και νοστιμιές τα μέρη που λίγο πριν βρυχόνταν, μιλούσαν, κινούνταν και έβλεπαν. Πώς τα μάτια του άντεξαν να δουν αίμα πλασμάτων που σφάζονταν, γδέρνονταν, διαμελίζονταν, πώς η όσφρησή του άντεξε την αποφορά, πώς η σκέψη του μιάσματος δεν απέτρεψε τη γλώσσα να αγγίζει ξένα έλκη και να απολαμβάνει τους χυμούς και τα υγρά θανάσιμων τραυμάτων.
Τα δέρματα ανατρίχιασαν και τα κρέατα γύρω στις σούβλες μούγκρισαν ψημένα και ωμά, όταν ακούστηκε η φωνή των βοδιών (απόσπασμα από μία ωδή του Πινδάρου).
Τούτο βέβαια είναι πλάσμα της φαντασίας και μύθος, το δείπνο όμως είναι στ’ αλήθεια τερατώδες, να πεινάει κάποιος για ζώα που μουγκρίζουν ακόμα, να υποδεικνύει με ποια ζώα πρέπει να τρεφόμαστε, και να επινοεί μεθόδους για την άρτυση, το ψήσιμο και το σερβίρισμα των φαγητών. Την περίπτωση εκείνου που εγκαινίασε την τακτική τούτη πρέπει να εξετάσει κάποιος και όχι αυτού που τη σταμάτησε έστω και αργά.” [Περί κρεοφαγίας, 933 B-C].
Ο Πλούταρχος λοιπόν θεωρούσε ότι στα πρώτα στάδια της ζωής του ο άνθρωπος ήταν αποκλειστικά χορτοφάγος και αυτό που τον απασχολεί ιδιαίτερα, αλλά και ουσιαστικά είναι ότι από τη στιγμή που έβαλε το κρέας στη διατροφή του διαπράχθηκε παραβίαση μεταξύ της ισότιμης και δίκαιης σχέση που πίστευε ότι υπήρχε μεταξύ ανθρώπων και ζώων.
Ο Πλούταρχος ακόμα δικαιολόγησε τον πρώτο άνθρωπο που έφαγε κρέας εξαιτίας απολύτου ανάγκης εφόσον οι αφιλόξενες κλιματολογικές συνθήκες τον ανάγκασαν να στραφεί αλλού για τροφή υπομένοντας έτσι τις κραυγές των ζώων κατά τη διάρκεια της σφαγής τους και την αποφορά από τις ανοικτές πληγές τους. Αυτό όμως που τον προβληματίζει σε αυτή την εξέλιξη είναι το γεγονός ότι από τη στιγμή που ο άνθρωπος δοκίμασε τη σάρκα των ζώων και έγινε αναίσθητος στο σκηνικό της σφαγής, εξακολούθησε να διατηρεί το κρέας στη διατροφή του.
“Ή μήπως, όσον αφορά εκείνους που πρώτοι δοκίμασαν να φάνε κρέας, θα πρέπει να πούμε πως τους έσπρωξε η φτώχεια, διότι ούτε τον καιρό τους περνούσαν με την εκπλήρωση άνομων επιθυμιών ούτε, έχοντας σε υπεραφθονία τα αναγκαία, ξεπέρασαν τα όρια προς τις ηδονές παρά φύση, αδιαφορώντας για τα άλλα ζωντανά πλάσματα και κατέληξαν σε αυτή την πρακτική, αλλά θα έλεγαν, αν τώρα δα ανακτούσαν αίσθηση και φωνή:
“Ευλογημένοι κι αγαπημένοι των θεών εσείς οι τωρινοί, τι εποχή σας έλαχε να ζήσετε, να καρπώνεστε και να απολαμβάνετε κληρονομιά τα άφθονα αγαθά! Πόσα φυτρώνουν για σας και πόσα τρυγάτε! Πόσο πλούτο από τους κάμπους, πόσες ηδονές μπορείτε να δρέπετε από τα φυτά! Έχετε τη δυνατότητα να καλοπερνάτε χωρίς να λερώνετε τα χέρια σας με αίμα! Εμάς όμως δέχτηκε μέρος του χρόνου ζωής πολύ σκυθρωπό και φοβερό, αφού από την ώρα που γεννηθήκαμε πέσαμε σε μεγάλη και πνιγηρή φτώχεια….Συγκομιδή ήμερων καρπών δεν υπήρχε, ούτε εργαλείο τέχνη ούτε ίχνος επινοητικότητας. Η πείνα δεν μας έδινε χρονικά περιθώρια ούτε ο σπόρος μπορούσε τότε να περιμένει τις εποχές τους έτους.
Πού το παράξενο λοιπόν, αν φάγαμε σάρκες ζώων παρά τις επιταγές της φύσης, τότε που και η λάσπη τρωγόταν και ο φλοιός του δέντρου φαγώθηκε και το να βρεις άγρωστη με βλαστάρια ή καλαμιού ρίζα ήταν ευτύχημα; Όταν γευτήκαμε και φάγαμε βελανίδια, χορέψαμε από τη χαρά μας γύρω από μια βελανιδιά, αποκαλώντας τη δωρήτρια ζωής, μητέρα και τροφό. Αυτή ήταν η γιορτή που γνώριζε τότε η ζωή, ενώ όλα τα άλλα ήταν μελαγχολικά και άγρια.
Εσάς τους τωρινούς όμως ποια λύσσα και ποια αχόρταγη λαχτάρα σάς οδηγεί να βάφετε τα χέρια σας με αίμα τη στιγμή που σας προσφέρονται τόσα για τις ανάγκες σας; Γιατί κατηγορείτε άδικα τη γη ότι πως δεν μπορεί να σας τρέφει; Γιατί ασεβείτε προς τη θεσμοφόρο Δήμητρα και προσβάλλετε τον ήμερο και μειλίχιο Διόνυσο, λες και δεν παίρνετε αρκετά από αυτούς; Δεν ντρέπεστε να ανακατεύετε τους ήμερους καρπούς με αίμα από σφαγή; Αποκαλείτε άγρια ζώα τα φίδια, τις λεοπαρδάλεις και τα λιοντάρια, ενώ οι ίδιοι σφάζετε και σκοτώνετε χωρίς να τους αφήνετε περιθώρια να σας ξεπεράσουν σε ωμότητα. Για εκείνα, τα σκοτωμένα ζώα είναι τροφή, για εσάς λιχουδιά.”” [Περί κρεοφαγίας, 393 D-F].
Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας αναφέρει πως το επίπεδο της γεωργίας στις μέρες του είχε αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η κατανάλωση κρέατος να μην είναι πλέον αναγκαία. Ο Πλούταρχος επικεντρώνεται στην αφθονία των τροφών που προσφέρει η γη για να καταρρίψει ένα από συνήθη επιχειρήματα των Στωικών—και όχι μόνο—των οποίων τα λόγια δεν συμφωνούν με τις πράξεις. Εφόσον λοιπόν οι ζωικές τροφές δεν είναι απαραίτητες αφού οι γη παρέχει μία πληθώρα άλλων τροφών, οι Στωικοί που κατά τα άλλα απορρίπτουν κάθε μορφής πολυτέλεια θα έπρεπε να καταδικάζουν την κατανάλωση σάρκας αντί να την επιβραβεύουν. Συγκεκριμένα:
“Ισότιμη δεν είναι ούτε τούτη η αντιπαράθεση με τους Στωικούς για τη σαρκοφαγία. Στ’ αλήθεια, γιατί ο τόσος τόνος στην κοιλιά και στις κουζίνες; Γιατί, εφόσον θεωρούν θηλυπρεπή την ηδονή και την κατηγορούν ως κάτι που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε προηγμένον ούτε οικείο, δείχνουν τέτοια έγνοια για το περιττό στην ηδονή; Ωστόσο, θα ήταν συνεπές με τη θεωρία τους, αν διώχνουν τα αρώματα και τα γλυκά από τα συμπόσια, να δυσανασχετούν περισσότερο με το αίμα και τη σάρκα. Έτσι όπως έχουν τώρα τα πράγματα, φιλοσοφούν σαν να συντάσσουν το ημερήσιο πρόγραμμα και αφαιρούν τις δαπάνες στα δείπνα για τα άχρηστα και τα περιττά, δεν αποδιώχνουν όμως την απάνθρωπη και δολοφονική αγάπη για την καλοπέραση. “Πράγματι, λέει [δηλ. ο Στωικός] δεν υπάρχει καμιά συγγένεια ανάμεσα σε εμάς και τα πλάσματα χωρίς λογικό.” Ούτε όμως ανάμεσα σε εμάς και το μύρο, θα μπορούσε να πει κάποιος, ούτε ανάμεσα σε εμάς και τα ξενικά γλυκίσματα. Μείνετε λοιπόν μακριά από τα ζώα, εφόσον εκδιώκετε από παντού ό,τι μη χρήσιμο και μη αναγκαίο στην ηδονή.” [Περί κρεοφαγίας, 399 Α-Β].
Όπως βλέπουμε ο Πλούταρχος πίστευε πως η επιλογή αυτού του τρόπου ζωής είχε μειονεκτήματα από όλες τις πλευρές για αυτό και στη συνέχεια του έργου απαριθμεί μία σειρά από λόγους που το κρέας δεν θα πρέπει να αποτελεί μέρος της διατροφής του ανθρώπου. Ξεκινάει λοιπόν από την ίδια την ανατομία του ανθρώπου που δεν είναι σχεδιασμένη από τη φύση τόσο για την κατανάλωση όσο και για την αφομοίωση κρέατος. Σε ένα εκτενές απόσπασμα του έργου μιλάει εμπεριστατωμένα για το πώς είναι έξω από τη φύση του ανθρώπου να τρώει τροφές αίματος εφόσον η ίδια του η φυσιολογία δεν μπορεί να υποστηρίξει μία τέτοια διατροφή.
Ο άνθρωπος σε αντίθεση με τα σαρκοφάγα ζώα δεν μπορεί να δολοφονήσει ένα ζώο με τα χέρια του και μόνο χωρίς τη βοήθεια όπλων ή εργαλείων που έχει κατασκευάσει ο ίδιος. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αφομοιώσει εύκολα το αίμα και είναι αναγκασμένος να πρέπει να μαγειρέψει το κρέας του αντί να το καταναλώσει ωμό, όπως κάνουν στη φύση τα ζώα που τρέφονται με άλλα ζώα. Ας δούμε το κείμενο από κοντά:
“ Ωστόσο, επιτρέψαμε στους άνδρες εκείνους να πουν ότι η αρχή είναι στη φύση…Το ότι δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να τρώει κρέας φαίνεται κατ’ αρχάς από την κατασκευή των σωμάτων. Πράγματι, το ανθρώπινο σώμα δεν μοιάζει με κανενός ζώου απ’ όσα έχουν φτιαχτεί για να τρώνε κρέας, δεν υπάρχουν προτεταμένα χείλη, μυτερά νύχια, κοφτερά δόντια, γερό στομάχι και θερμή πνοή ικανή να μετατρέψει και να επεξεργαστεί τα βαριά συστατικά του κρέατος. Ως εκ τούτου η φύση με τα λεία δόντια, το μικρό στόμα, τη μαλακιά γλώσσα και την αδυναμία της πνοής για πέψη αποκλείει τη σαρκοφαγία.
Αν υποστηρίζεις ότι είσαι φτιαγμένος για τέτοιου είδους τροφή, πρώτα σκότωσε ο ίδιος αυτό που θέλεις να φας, από μόνος σου, χωρίς να χρησιμοποιήσεις κοπίδι, ρόπαλο ούτε πελέκι. Αντίθετα, όπως οι λύκοι, οι αρκούδες και τα λιοντάρια σκοτώνουν μόνα τους τα ζώα που τρώνε, σκότωσε με δάγκωμα βόδι ή με το στόμα γουρούνι, ξέσκισε αρνί ή λαγό και πέσε πάνω του να το φας όσο είναι ακόμα ζωντανό, όπως εκείνα. Αν περιμένεις να βρεθεί νεκρό αυτό που τρως και η παρουσία ψυχής σε κάνει να ντρέπεσαι στο να φας τη σάρκα, γιατί τρως το άψυχο πηγαίνοντας ενάντια στη φύση; Ωστόσο, ούτε άψυχο και νεκρό το τρώνε όπως είναι, αλλά το βράζουν, το ψήνουν, το μεταβάλλουν με φωτιά και χημικές ουσίες, αλλοιώνοντας, μετατρέποντας και σβήνοντας με μύρια καρυκεύματα τη γεύση του αίματος, ώστε το γευστικό όργανο να εξαπατηθεί και να δεχτεί ό,τι του είναι ξένο…..